- οἰκημάτιον
- οἰκ-ημάτιον, τό, Dim. of οἴκημα, IG22.2496.11, PCair.Zen.507.29 (iii B. C.), Arr.Epict.1.28.16, Plu.2.145b, PRyl.77.30 (ii A. D.), X.Eph.2.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικημάτιον — οἰκημάτιον, τὸ (Α) [οίκημα] 1. μικρή κατοικία, μικρό δωμάτιο, καμαρούλα 2. χαμόσπιτο … Dictionary of Greek
οἰκημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκηματίου — οἰκημάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκηματίων — οἰκημάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκημάτια — οἰκημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικηματάριον — το (Μ οἰκηματάριον) [οικημάτιον] βιβλίο βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής το οποίο περιέχει μελοποιημένους τους 24 «Οίκους» τής Ακολουθίας τού Ακάθιστου Ύμνου στη Θεοτόκο … Dictionary of Greek